Στα τέλη Νοεμβρίου αναμένεται να αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας περί της συνταγματικότητας ή μη της εγκυκλίου Χατζηδάκη – Τσακλόγλου του 2019 ● Η μείωση κατά 50%, μετά την πρώτη τριετία, εφόσον συντρέχουν δύο συντάξεις, δεν έχει εφαρμοστεί στον ιδιωτικό τομέα.
Αντιμέτωποι με περικοπές στις συντάξεις τους βρίσκονται όσες/όσοι, εκτός από τις κύριες συντάξεις λαμβάνουν και συντάξεις χηρείας. Τα αίτια είναι δύο: Κατ’ αρχάς, στα τέλη Νοεμβρίου αναμένεται να αποφανθεί το Συμβούλιο της Επικρατείας περί της συνταγματικότητας ή μη της εγκυκλίου Χατζηδάκη – Τσακλόγλου του 2019, σχετικά με την περικοπή των συντάξεων χηρείας για όσες/όσους λαμβάνουν παράλληλα και κύρια σύνταξη από ίδιον δικαίωμα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, της χορήγησης δύο συντάξεων, η εγκύκλιος ορίζει ότι οι συνταξιούχοι θα υποστούν μείωση στη μία εκ των δύο συντάξεων, κατά το ύψος του ποσού της εθνικής σύνταξης. Δηλαδή εάν ο/η δικαιούχος είναι συνταξιούχος θα υποστεί μείωση κατά 384 ευρώ από τη σύνταξη χηρείας και θα του χορηγείται μόνο το 70% του τμήματος της ανταποδοτικής. Σε βάρος της εγκυκλίου έχουν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο οι συνταξιουχικές οργανώσεις.
Ενα δεύτερο σοβαρό ενδεχόμενο μείωσης των συντάξεων χηρείας προκύπτει για τις συντάξεις χηρείας αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα, επειδή σε αυτές δεν έχει γίνει η μείωση κατά 50%, μετά την πρώτη τριετία από τη χορήγησή της και πάλι στην περίπτωση που συντρέχουν δύο συντάξεις, εκ των οποίων η μία από την κύρια σύνταξη.
Αχρεωστήτως
Η διάταξη για την περικοπή του 50% στη σύνταξη χηρείας έχει εφαρμοστεί ήδη για τις συντάξεις του Δημοσίου, ωστόσο η μη εφαρμογή της στον ιδιωτικό τομέα ενδέχεται να έχει σωρεύσει ποσό άνω των 25.000 ευρώ κι αν δεν υπάρξει νομοθετική ρύθμιση, ενδέχεται να ζητηθούν τα ποσά, τέσσερα χρόνια μετά, ως αχρεωστήτως καταβληθέντα.
Αυτό, άλλωστε, ήταν το κεντρικό θέμα που έθεσε πρόσφατα στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, το προεδρείο της Ανώτατης Γενικής Συνομοσπονδίας Συνταξιούχων Ελλάδος (ΑΓΣΣΕ) ζητώντας ειδική ρύθμιση.
Η πολυπλοκότητα του ζητήματος εξηγεί γιατί στο υπό κατάθεση ασφαλιστικό δεν περιλαμβάνεται η οριστική ρύθμιση του θέματος. Και είναι πολύπλοκο διότι, από τη μια πλευρά, ακόμη κι αν το Δημόσιο δεν ζητήσει πίσω το ποσό της παρακράτησης του 50%, θα πρέπει να απαντήσει στα ερωτήματα περί αναλογικότητας που τίθενται σε σχέση με τους συνταξιούχους του Δημοσίου που έχουν υποστεί ήδη τις μειώσεις.
Οι εκπρόσωποι της ΑΓΣΣΕ (Κουτσιμπογιώργος, Μπιρμπιλής), κατά τη διάρκεια της χθεσινής ενημέρωσης σε εκπροσώπους των ΜΜΕ, δήλωσαν ότι οι μόνοι που δεν ευθύνονται είναι οι συνταξιούχοι. Επέρριψαν ευθύνη στον ΕΦΚΑ και στην ανάδοχο εταιρεία, που όφειλε να έχει κατασκευάσει το σχετικό λογισμικό και τόνισαν ότι στην επίλυση του προβλήματος πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι «υπάρχουν δεκάδες δικαιούχοι, οι οποίοι, κατά την τελευταία τετραετία, κατέβαλαν πρόσθετη φορολόγηση ή επιβαρύνθηκαν με Εισφορά Αλληλεγγύης (ΕΑΣ), ακριβώς επειδή εισέπραξαν το επιπλέον ποσό από τις συντάξεις χηρείας, χωρίς δική τους ευθύνη».
Εκτός από τις εκκρεμότητες στις συντάξεις χηρείας, η ΑΓΣΣΕ εντοπίζει ανακολουθίες και οι αδικίες που αφορούν μεγάλες κατηγορίες συνταξιούχων. Σταχυολογούμε ορισμένες εξ αυτών:
● Tις εκκρεμότητες που έχουν προκύψει από τον λανθασμένο επανυπολογισμό των συντάξεων λόγω του Ν. 4387/2016 και κατ’ επέκταση την καθυστέρηση στην καταβολή των αναδρομικών που προκύπτουν από αυτές τις διορθωτικές μεταβολές.
● Την άδικη και αντισυνταγματική –κατά την ΑΓΣΣΕ– επιβολή εισφοράς ασθένειας 6% και στις επικουρικές συντάξεις, παρότι ο θεσμός της επικουρικής ασφάλισης βασίζεται μόνο στη διμερή σχέση εργοδότη – εργαζόμενου.
● Την ανάγκη επαναφοράς της εισφοράς της υγειονομικής περίθαλψης στην κύρια σύνταξη στο 4%, όπως ήταν μέχρι τον Αύγουστο του 2015, από το 6% που είναι σήμερα επί του συνόλου όλων των συντάξεων.
● Την αντιμετώπιση της συμμετοχής στην πρόσθετη φαρμακευτική δαπάνη, σε περίπτωση επιλογής πρότυπου σκευάσματος. Η ΑΓΣΕΕ ζητεί να περιοριστεί όπως σε όλα τα σκευάσματα στο 25% από μέχρι και 100% που ισχύει σήμερα.
● Τη λήψη αποτελεσματικών μέτρων για την αντιμετώπιση της ανεξέλεγκτης ακρίβειας και της κερδοσκοπικής αύξησης των τιμών των καταναλωτικών και πρώτης ανάγκης προϊόντων, της οποίας ακρίβειας τα πρώτα θύματά της είναι η συντριπτική πλειονότητα των συνταξιούχων και την τιμαριθμοποίηση της φορολογικής κλίμακας.